ὀσφραίνεται

ὀσφραίνεται
ὀσφραίνομαι
catch scent of
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οσφραντήριος — ὀσφραντήριος, ία, ον (ΑΜ) 1. αυτός με τον οποίο οσφραίνεται κάποιος, αυτός που συντελεί στην όσφρηση, οσφρητικός («μυκτῆρες ὀσφραντήριοι», Αριστοφ.) 2. αυτός που μπορεί να οσφραίνεται 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀσφραντήριον (ενν. φάρμακον) ισχυρή οσμή …   Dictionary of Greek

  • обонѧвати — ОБОНѦВА|ТИ (2*), Ю, ѤТЬ гл. Обонять, ощущать запахи: и ѹхо ѹбо слышати. ноздри же ˫ако обонѧвати. горътан же брашно ˫асти (ὀσφραίνεται) ФСт ΧΙV, 166г; || перен. Чувствовать: преже расужена бывають дѣла наша присно. потом же и разуми. да не будеть …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • обонѧтисѧ — ОБОНѦ|ТИСѦ (1*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Страд. к обонѧти в 1 знач.: ˫ако же бо бл҃га˫а изли˫ана при ѹстѣ(х) затворенахъ. или съ брашны предложена. ни приемлють(с) ни обонѧють(с). (ὀσφραίνεται) ПНЧ XIV, 154α …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ιχνευτής — ὁ (Α ἰχνευτής) [ιχνεύω] ανιχνευτής, ιχνηλάτης αρχ. 1. στον πληθ. Ἰχνευταί τίτλος σατυρικού δράματος τού Σοφοκλή 2. αυτός που ανιχνεύει, αυτός που οσφραίνεται και κυνηγά εκείνους που έχουν χρήματα 3. πάπ. εντεταλμένο άτομο που αναζητά ανθρώπους… …   Dictionary of Greek

  • καπνοσφράντης — καπνοσφράντης, ὁ (Α) αυτός που οσφραίνεται τον καπνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + οσφράντης (< ὀσφραίνομαι), πρβλ. κωνωπ οσφράντης] …   Dictionary of Greek

  • οσφραντικός — ή, ό (ΑΜ ὀσφραντικός, ή, όν) [οσφραντός] (ο σχετικός με την όσφρηση, οσφρητικός α. «οσφραντικό νεύρο» β. «τὸ ὀσφραντικὸν αἰσθητήριον», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που έχει οξεία όσφρηση, που είναι ευαίσθητος σε οσμές 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀσφραντικόν …   Dictionary of Greek

  • υδνοσφράντης — ὁ, Α 1. αυτός που οσφραίνεται το ύδνο 2. προσωνυμία ατόμου που ζει εις βάρος άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδνον + οσφράντης (< ὀσφραίνομαι), πρβλ. καπν οσφράντης, κωνωπ οσφράντης] …   Dictionary of Greek

  • ύ — Α επιφών. (συν. με αναδιπλασιασμό) ὗ ὗ! αναφώνηση θαυμασμού από άτομο που οσφραίνεται ψημένο κρέας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”